- μελομανής
- ης, ες страстно любящий музыку, меломан
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μελομανής — ές αυτός που τού αρέσει η μουσική, μουσικομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. melo mane (< μέλος + μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek
μουσικομανής — ές αυτός που αγαπά υπερβολικά τη μουσική, αλλ. μελομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσική + μανής (< μαίνομαι*). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Μελιές, Ζορζ — (George Melies, Παρίσι 1861 – 1938). Γάλλος σκηνοθέτης, παραγωγός και ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε καλές τέχνες στο Παρίσι και στο Λονδίνο και ήταν ικανότατος ζωγράφος. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία ενθουσιάστηκε με την… … Dictionary of Greek